ξεμοναχιάζω

ξεμοναχιάζω
1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να τής αποκαλύψει τα αισθήματά του»)
2. απομονώνομαι («τ' αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + μοναχιάζω «απομονώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεμοναχιάζω — ξεμοναχιάζω, ξεμονάχιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμοναχιάζω — ξεμονάχιασα, ξεμοναχιάστηκα, ξεμοναχιασμένος 1. απομονώνω: Το ζώο ξεμοναχιάστηκε από το κοπάδι. 2. παρασύρω κάποιον σε μέρος απόμερο ή κατορθώνω να τον συναντήσω μόνον: Τον ξεμονάχιασα με τρόπο και του μίλησα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμονάχιασμα — το [ξεμοναχιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμοναχιάζω …   Dictionary of Greek

  • μοναχιάζω — [μοναχός] ξεμοναχιάζω, απομονώνω …   Dictionary of Greek

  • ξακρίζω — 1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου 2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες τού βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ») 3. βάζω κάτι κατά μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ξεμονάχιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμοναχιάζω, η απομόνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”