- ξεμοναχιάζω
- 1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να τής αποκαλύψει τα αισθήματά του»)2. απομονώνομαι («τ' αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + μοναχιάζω «απομονώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.